ἐφεστρίς

ἐφεστρίς
ἐφεστρίς
upper garment
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εφεστρίς — ἐφεστρίς, ίδος, ἡ (ΑΜ, Μ και ἐφεστρίδα) [εφέννυμι] επανωφόρι, μανδύας («πάνυ δὲ παχεῑαι ἐφεστρίδες», Ξεν.) μσν. σέλα αρχ. 1. χιτώνας φιλοσόφου 2. στρατιωτική χλαμύδα («κροσσωτὴν ἐφεστρίδα», Πλούτ.) 3. μανδύας γερουσιαστή («πᾱσα ἡ σύγκλητος… …   Dictionary of Greek

  • ἐφεστρίδα — ἐφεστρίς upper garment fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφεστρίδας — ἐφεστρίς upper garment fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφεστρίδες — ἐφεστρίς upper garment fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφεστρίδι — ἐφεστρίς upper garment fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφεστρίδος — ἐφεστρίς upper garment fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφεστρίδων — ἐφεστρίς upper garment fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφεστρίσι — ἐφεστρίς upper garment fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφεστρίσιν — ἐφεστρίς upper garment fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφεστρίδιον — ἐφεστρίδιον, τὸ (Α) υποκορ. τού ἐφεστρίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐφεστρίς + κατάλ. υποκορ. ιδιον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”